κότσυφας

κότσυφας
κότσυφας, ο και κότσυφας, ο και κοτσύφι, το
το πουλί «κόσσυφος».

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κότσυφας — Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών. Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει… …   Dictionary of Greek

  • κοτσύφι — το [κότσυφας] κότσυφας …   Dictionary of Greek

  • κόψιχος — κόψιχος, ὁ (Α) 1. ο κότσυφας 2. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kops(o) , η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< *kopso ) και εμφανίζει κατάλ. ι χος (πρβλ. μείλ ι χος). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • -ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • κοσσυφίζω — (Α) [κόσσυφος] τραγουδώ, κελαηδώ σαν κότσυφας …   Dictionary of Greek

  • κόσσυφος — ο (ΑM κόσσυφος) κότσυφας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόψιχος] …   Dictionary of Greek

  • κότσυφος — ο βλ. κότσυφας …   Dictionary of Greek

  • κόττυφος — κόττυφος, ὁ (Α) βλ. κότσυφας …   Dictionary of Greek

  • πετροκότσυφας — και πετροκόσσυφος, ο, Ν κοινή ονομασία τού στρουθιόμορφου ωδικού πτηνού Μonticola saxatilis. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κότσυφας / κόσσυφος] …   Dictionary of Greek

  • τούρντος — ο, Ν ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας τουρντίδες με γνωστά είδη, όπως είναι λ.χ. οι τσίχλες και ο κότσυφας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turdus < λατ. turdus «τσίχλα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”